ημεδαπός

ημεδαπός
Το άτομο που κατάγεται από τη χώρα στην οποία ζει. Ο χαρακτηρισμός αυτόςαποτελεί νομικό όρο και υποδηλώνει το άτομοπου έχει την ιθαγένεια μίας χώρας, σε αντίθεση με τον ξένο, τον αλλοδαπό. Η κατοχή ή όχι της ιθαγένειας έχει συνέπεια, από νομική άποψη, τη διακριτική μεταχείριση ενός ατόμου κυρίως σε ό,τι αφορά το δημόσιο δίκαιο. Βασικά, ο η. απολαμβάνει τα πολιτικά δικαιώματα καθώς και άλλα που έχουν σχέση με την κατάληψη δημόσιων θέσεων κλπ. Η διάκριση μεταξύ η. και αλλοδαπών υπήρχε στα διάφορα νομικά συστήματα από τους αρχαίους χρόνους τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη.
* * *
-ή, -ό (AM ἡμεδαπός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται από τη δική μας χώρα, ομοεθνής, εγχώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό ημεδ- (θ. ημε- τού ημείς* + -δ- που απαντά και στην κτητική αντων. τής αρχ. ιδν. asmad-iya «ημέτερος») και β' συνθετικό -απός (< IE *-nkwo-) αντίστοιχο τού λατ. -inquos (πρβλ. propinquos «πλησίον, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, «σύνθετο εκ συναρπαγής» από παλιά αμάρτυρη αφαιρετική *ασμεδ- τού ημείς* (πρβλ. αντίστοιχο αρχ. ινδ. asmad) και την πρόθεση από («από εμάς»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡμεδαπός — of our land masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεδαπός — ή, ό που κατάγεται ή προέρχεται από τη χώρα μας, ομοεθνής, δικός μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμεδαπά — ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc pl ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc/acc dual ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαπῶν — ἡμεδαπός of our land fem gen pl ἡμεδαπός of our land masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαπόν — ἡμεδαπός of our land masc acc sg ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποῖο — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποῖς — ἡμεδαπός of our land masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποί — ἡμεδαπός of our land masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποῦ — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαπούς — ἡμεδαπός of our land masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”